ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ ΑΔΕΝΑΣ

Ο θυρεοειδής είναι ένας σημαντικός ενδοκρινής αδένας του οργανισμού ο οποίος ρυθμίζει τις καύσεις και το μεταβολισμό. Παράγει δύο ορμόνες την θυροξίνη (Τ4) και την τριϊωδοθυρονίνη (Τ3). Οι δύο αυτές ουσίες ρυθμίζουν διάφορες σημαντικές κυτταρικές λειτουργίες που συχνά έχουν να κάνουν με την κατανάλωση ενέργειας στους ιστούς.

Ο ρόλος του οργάνου αυτού είναι πολύ σημαντικός, κι όταν δεν λειτουργεί σωστά, μπορεί να προκαλέσει ένα πλήθος από δυσάρεστα για την υγεία συμπτώματα. Η επίδραση των ορμονών του θυρεοειδούς αφορά το ήπαρ, την καρδιά, το μυϊκό σύστημα, το λιπώδη ιστό και το σκελετό καθώς και την αναπαραγωγική λειτουργία. Ο θυρεοειδής είναι πολύ σημαντικός για τη λειτουργία του εγκεφάλου ιδίως για την σωστή ανάπτυξη και λειτουργία του στην ενδομήτριο ζωή και στην νεογνική περίοδο.

Πολλές μελέτες δείχνουν ότι πιθανότατα υπάρχει αύξηση των παθήσεων του θυρεοειδούς τις τελευταίες 10ετίες. Ενδεχομένως παίζει ρόλο το περιβάλλον, το είδος των τροφών και οι ιονίζουσες ακτινοβολίες. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η αύξηση αυτή να μην είναι απόλυτα πραγματική αλλά να οφείλεται και σε συχνότερη διάγνωση. Η εγρήγορση των ιατρών και του πληθυσμού είναι αυξημένη και υπάρχει τώρα μεγαλύτερη αφθονία διαγνωστικών μέσων. Έτσι οι παθήσεις αυτές αναγνωρίζονται τώρα πιο συχνά. Παραμένει αναμφισβήτητο το γεγονός ότι οι θυρεοειδοπάθειες στη χώρα μας αποτελούν συχνή αιτία νοσηρότητος. Συχνά ανευρίσκονται και στο παιδικό πληθυσμό, ιδίως όταν υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό.

Οι παθήσεις του θυρεοειδούς εμπίπτουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

Παθήσεις που αφορούν το μέγεθος (Βρογχοκήλη – Οζος) και παθήσεις που αφορούν τη λειτουργία (Υποθυρεοειδισμός – Υπερθυρεοειδισμός).

Η διόγκωση του θυρεοειδούς ονομάζεται βρογχοκήλη. Είναι μια αντιρροπιστική αναπροσαρμογή στην προσπάθεια του αδένα αυτού να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του οργανισμού (και να παράγει τα απαραίτητα ποσά των ορμονών Τ3 και Τ4) όταν η λειτουργία του έχει κάποιο μικρό μειονέκτημα. Έτσι διογκώνεται πχ όταν λείπει το ιώδιο από τις τροφές μια και το ιώδιο είναι απαραίτητο συστατικό των ορμονών του θυρεοειδούς. Σε μερικές περιοχές φαίνεται να παίζει ρόλο και η έλλειψη του σεληνίου. Η έλλειψη ιωδίου ήταν μια από τις σημαντικές αιτίες που παλιότερα είχαμε συχνά βρογχοκήλη στην Ελλάδα, κυρίως στις ορεινές περιοχές. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι δεν υπάρχει πια έλλειψη ιωδίου παρά ίσως σε ελάχιστες πολύ μακρινές περιοχές. Παρόλα αυτά οι παθήσεις του θυρεοειδούς εξακολουθούν να εμφανίζονται συχνά και προκαλούν σημαντική νοσηρότητα στον πληθυσμό.

Ο θυρεοειδής μπορεί να διογκώνεται και από χρόνιο ερεθισμό από ουσίες που έχουν κάποια διεγερτική δράση στα κύτταρα του θυρεοειδούς. Οι τελευταίες προέρχονται είτε από το περιβάλλον όπως είναι πχ τα θειοκυανικά που περιέχονται στον καπνό, είτε σε ορισμένους πληθυσμούς από την κατανάλωση ασυνήθιστων τροφών που ερεθίζουν το θυρεοειδή. Τέτοιες τροφές δεν έχουν αναγνωρισθεί στη χώρα μας. Είναι αρκετά συχνό οι ερεθιστικοί παράγοντες να προέρχονται από τον ίδιο τον οργανισμό, όπως είναι ορισμένα εσωτερικά αντισώματα που μπορεί να ερεθίζουν τον θυρεοειδή και να δυσκολεύουν τη λειτουργία του. Τα αντισώματα που (παράγει) κάνει ο οργανισμός εναντίον του θυρεοειδούς φαίνεται ότι είναι η συχνότερη αιτία που παρουσιάζεται βρογχοκήλη στις μέρες μας (????). Οι παθήσεις του θυρεοειδούς συχνά παρουσιάζουν οικογενή επίπτωση και γι αυτό είναι σημαντικό να ελέγχονται και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας όταν βρεθεί θυρεοειδοπάθεια σε ένα άτομο.

Η ανάπτυξη των όζων στο θυρεοειδή είναι μία από τις δυσάρεστες συνέπειες της χρόνιας βρογχοκήλης όχι γιατί από μόνοι τους είναι επικίνδυνοι αλλά γιατί μας βάζουν σε ανησυχία μήπως υποκρύπτουν κάποια κακοήθεια. Επειδή οι όζοι δεν προκαλούν συμπτώματα, τους ανακαλύπτουμε συνήθως τυχαία κατά τη διάρκεια άλλης ιατρικής εξέτασης ή μερικές φορές τους παρατηρεί ή τους ψηλαφά μόνος του ο ασθενής.
Η σημασία των όζων βρίσκεται στο γεγονός ότι σε ένα ποσοστό 10% υποκρύπτεται κακοήθεια. Έχουμε αρκετά διαγνωστικά εργαλεία στα χέρια μας για να ξεχωρίσουμε τους καλοήθεις από τους κακοήθεις όζους: Κλινική εξέταση από τον ενδοκρινολόγο γιατρό, υπερηχογράφημα, και την παρακέντηση των όζων του θυρεοειδούς με λεπτή βελόνη. Η τελευταία δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την πιθανότητα κακοήθειας. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κακοήθεια, η θεραπεία είναι χειρουργική. Μερικές φορές αναγκαζόμαστε να χειρουργήσουμε και καλοήθεις όζους γιατί δε μπορούμε να έχουμε βεβαιότητα αν είναι καλοί ή κακοί (καλοήθεις ή κακοήθεις). Αρκετές φορές χειρουργούμε το θυρεοειδή διότι οι όζοι του είναι ιδιαίτερα μεγάλοι και δημιουργούν πιεστικά φαινόμενα στην περιοχή του τραχήλου. Πάντα όμως χρειάζεται περίσκεψη για την χειρουργική αντιμετώπιση των παθήσεων του θυρεοειδούς. Δεν χειρουργούμε κάθε διόγκωση – υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις.

Ευτυχώς οι περισσότερες περιπτώσεις θυρεοειδικού καρκίνου έχουν πολύ καλή πρόγνωση, (αρκεί ο ασθενής να χειρουργηθεί έγκαιρα, σωστά και αφ’ όσον χρειάζεται να πάρει και ραδιενεργό ιώδιο) πρέπει ο ασθενής να χειρουργηθεί σωστά και στη συνέχει να πάρει και θεραπεία συμπληρωματική με ραδιενεργό ιώδιο. Αν παρακολουθείται σωστά συνήθως δεν έχει κανένα πρόβλημα. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό καρκίνου του θυρεοειδούς που είναι πολύ πιο σοβαρό και δυσίατο.

Όταν ο θυρεοειδής δεν παράγει τη σωστή ποσότητα των θυρεοειδικών ορμονών εκδηλώνονται διάφορα συμπτώματα. Συνήθως υπάρχει μια γενικευμένη κόπωση, μια τάση για παχυσαρκία, βραδύτητα στις κινήσεις και τις αντιδράσεις. Χαρακτηριστικά είναι η υπνηλία, η ξηρότητα του δέρματος, η δυσκοιλιότητα και, σε βαρύτερες περιπτώσεις, οίδημα στο πρόσωπο και τα άκρα καθώς και τριχόπτωση και βαρηκοϊα. Από την καρδιά παρουσιάζεται βραδυκαρδία. Πολύ σπάνια η διαταραχή αυτή (αν παραμεληθεί και δεν αντιμετωπιστεί) μπορεί να φθάσει σε πολύ βαρειά μορφή, σχεδόν σε κώμα, και να δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα συνήθως από την καρδιά.

Η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού είναι σχετικά εύκολη, αρκεί μια εξειδικευμένη εργαστηριακή εξέταση σε συνδυασμό με κλινική εξέταση από τον ενδοκρινολόγο. Επειδή ο υποθυρεοειδισμός δεν είναι πάντα μόνιμος είναι καλό ο ασθενής να παρακολουθείται από κάποιον ειδικό (τον ενδοκρινολόγο) για να διαπιστωθεί η μορφή του και να του δοθεί η σωστή αγωγή (για το σωστό χρονικό διάστημα) .

Για τη θεραπεία του υποθυρεοειδισμού χρησιμοποιούμε τα δισκία θυροξίνης, τα οποία χορηγούμε σε ποσότητα τόση όση λείπει από τον οργανισμό μας και μπορούμε να έχουμε πρακτικά πλήρη θεραπεία (αποκατάσταση) της νόσου εφ’όσον η αγωγή είναι τακτική. Τα χάπια της θυροξίνης, είναι ευαίσθητα και μπορεί να έχουν δυσκολία στην απορρόφηση. Έτσι πρέπει να λαμβάνονται πάντα με άδειο στομάχι (το πρωϊ) και να ελέγχουμε τακτικά το θυρεοειδή για τη σωστή λειτουργία του.

Η επίπτωση του υποθυρεοειδισμού στον γενικό πληθυσμό είναι περίπου 5-7% και της ήπιας μορφής φθάνει μέχρι 15 % στις ηλικιωμένες γυναίκες. Δεν υπάρχει τρόπος να προλάβουμε την διαταραχή αυτή.

Κατά την διαταραχή αυτή ο θυρεοειδής είναι διεγερμένος, δεν απαντάει στην φυσιολογική ρύθμιση του οργανισμού και παράγει περισσότερες ορμόνες από όσες πρέπει. Αποτέλεσμα είναι η ταχυκαρδία, η απώλεια βάρους, η δυσανεξία στη ζέστη και οι εφιδρώσεις. Επίσης χαρακτηριστικά του υπερθυρεοειδισμού είναι η ανησυχία, ο εκνευρισμός, το τρέμουλο των χεριών και η έντονη μυϊκή αδυναμία. Στις γυναίκες μπορεί να έχουμε διαταραχές της περιόδου. Τα συμπτώματα αυτά μοιάζουν πολύ, και καμιά φορά μπερδεύονται, με τα συμπτώματα του άγχους. Επίσης η απώλεια βάρους που τον συνοδεύει μπορεί να μας βάλει σε υποψία για κακοήθη νόσο, στην περίπτωση όμως εκείνη έχουμε και ανορεξία ενώ στον υπερθυρεοειδισμό έχουμε πολυφαγία. Η υπερλειτουργία του θυρεοειδούς μπορεί επίσης να δημιουργήσει πιο εύκολα καρδιακή αρρυθμία, ειδικά στα ηλικιωμένα άτομα.

Η διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού γίνεται και πάλι με εργαστηριακές εξετάσεις, ορισμένες από τις οποίες είναι εξειδικευμένες. Η θεραπεία του γίνεται με φάρμακα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ή νόσος έχει μια χρόνια μορφή και έχει την τάση να υποτροπιάζει. Σε αυτές τις επίμονες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί χειρουργείο (χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς) ή καυτηριασμός του θυρεοειδούς με ραδιενεργό ιώδιο για να έχουμε οριστική ίαση της νόσου. Υπάρχουν όμως και μερικές πιό ήπιες, παροδικές μορφές που περνούν πολύ γρήγορα και δεν χρειάζονται μακρά παρακολούθηση. Οι τελευταίες οφείλονται σε κάποιου τύπου παροδική φλεγμονή του θυρεοειδούς (πολύ συχνά μετά από ιώσεις και ονομάζονται θυρεοειδίτιδες).

Η επίπτωση της υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς στον γενικό πληθυσμό είναι: 0.2% στους άνδρες και 2% στις γυναίκες. Δεν υπάρχει τρόπος να προλάβουμε τον υπερθυρεοειδισμό. Απλώς είναι καλό να τον διαγνώσουμε γρήγορα όταν συμβεί για να πάρουμε την κατάλληλη αγωγή, διότι αν παραμεληθεί μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία, κυρίως από επιπλοκές από την καρδιά (αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια κλπ).

Οι περισσότερες παθήσεις του θυρεοειδούς είναι πιο συχνές στις γυναίκες. Υπάρχει μια έξαρση στην περίοδο λίγων μηνών μετά τον τοκετό (και ονομάζονται θυρεοειδίτιδες λοχείας). Επίσης ήπιες μορφές είναι συχνές στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και η επίπτωση (εμφάνισή τους) γίνεται αρκετά συχνή στις μεγάλες ηλικίες. Αρκετές από αυτές τις διαταραχές έχουν επίσης μια οικογενειακή προδιάθεση και γι αυτό είναι καλό αν υπάρχει κάποιος στην οικογένεια που έχει (κάποια πάθηση του θυρεοειδή) θυρεοειδή, και εφ’όσον παρουσιάζονται ύποπτα συμπτώματα σαν κι αυτά που αναφέρθηκαν, να γίνεται η σχετική διερεύνηση.

Ο ΠΑΡΩΝ ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ ΕΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΥΠΟΚΑΘΙΣΤΑ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΑΣ ΣΤΟ ΓΙΑΤΡΟ